- ἀνέφικτα
- ἀνέφικτοςout of reachneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀνέφικτ' — ἀνέφικτα , ἀνέφικτος out of reach neut nom/voc/acc pl ἀνέφικτε , ἀνέφικτος out of reach masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
неповелѣныи — (5*) пр. Неразрешенный, запрещенный; недоступный: конча же сѧ о бз҃ѣ раз(д)ѣлениѥ бракомъ неповелѣнымъ же възбранено бы(с). КН 1280, 482а; Иже бес потребы ѹгли губить... ли неповелѣноѥ ѥму ѿ ѥдиного дѣло дѣлаѥть. да покло(н) •н҃• КВ к. XIV, 299в; … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
αετοπιάνομαι — και αϊτοπιάνομαι 1. ζητώ να πιαστώ από ψηλά, επιδιώκω πράγματα δυσανάλογα προς τις δυνάμεις μου και ανέφικτα, ματαιοπονώ 2. επιδεικνύομαι, ματαιοδοξώ, μεγαλοπιάνομαι … Dictionary of Greek
λύκος — I (Βοτ.). Κοινή ονομασία του φυτικού γένους Orobanche της οικογένειας των οροβαγχιδών. Τα φυτά αυτά, που είναι γνωστά και με την κοινή ονομασία λυκόχορτα, είναι δικοτυλήδονα φυτά που αναπτύσσονται ως παράσιτα. Έχουν παχύ, σαρκώδη βλαστό, χωρίς… … Dictionary of Greek
μυαλό — και μνυαλό, το (Μ μυαλό και μυαλόν) 1. εγκέφαλος («με αλοσκόρπιστα μυαλά», Σολωμ.) 2. ο μυελός τών οστών, το μεδούλι («αυτό το κόκαλο είναι γεμάτο μυαλό») 3. ο νωτιαίος μυελός 4. νους, κρίση, διάνοια («κοφτερό μυαλό») 5) φρόνηση, σύνεση, ευφυΐα… … Dictionary of Greek
υπόσχομαι — Ν (διαλ. τ.) υπόσχομαι. ὑπόσχομαι ΝΜ βεβαίνω ότι θα κάνω κάτι, αναλαμβάνω την υποχρέωση να κάνω κάτι, δίνω υπόσχεση, τάζω (α. «υποσχέθηκε να μέ βοηθήσει» β. «ύπίσχετο ἀνδρὶ ἑκάστω», Ηρόδ. γ. «ὅσσα τοι... ὑπέσχετο δῶρα», Ομ. Ιλ.) νεοελλ. 1. παρέχω … Dictionary of Greek
όμφαξ — ο, η (ΑΜ ὄμφαξ, ακος, ἡ και σπαν. ὁ) παροιμ. φρ. «ὄμφακές εἰσιν» (από τον Αισώπειο μύθο) λέγεται για πράγματα που, ενώ θεωρούνται ανέφικτα και αδύνατα, προσποιείται κάποιος ότι τα περιφρονεί και γι αυτό δεν τα επιχειρεί μσν. αρχ. άγουρη ρώγα ή… … Dictionary of Greek